φλώ

φλώ
-άω, Α
λειώνω, συνθλίβω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλῶ έχει προέλθει από συμφυρμό τών ρ. θλῶ «σπάζω» και φλίβω* «σπάζω, συντρίβω» (πρβλ. και το ρ. θλίβω, επίσης προϊόν συμφυρμού) και απαρτίζει, μαζί με τα ρ. θλῶ* και κλῶ*, μια ομάδα λ. με έντονες μορφολογικές και σημασιολογικές αναλογίες, που συνδέονται μεταξύ τους με σχέσεις αλληλεπιδράσεων (πρβλ. και τα ομοιοκατάληκτα θ. σε σ-: φλασ-, θλασ-, κλασ-). Το ρ. φλῶ απαντά σπανίως στην αττ. διάλ. και μόνο στον χώρο τού καθημερινού λεξιλογίου (πρβλ. και τη σημ. τού σύνθ. ἀναφλῶ «προκαλώ στύση τού πέους με τριβή»), όπου εισήχθη πιθ. ως δάνειο από κάποια άλλη διάλ., ίσως την ιων., ενώ, αντίθετα, χρησιμοποιείται συχνά στα κείμενα τού Ιπποκράτους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φλῶ — φλάω crush pres imperat mp 2nd sg φλάω crush pres subj act 1st sg (attic epic ionic) φλάω crush pres ind act 1st sg (attic epic ionic) φλάω crush imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) φλέω teem with abundance pres subj act 1st sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλάζω — Α σχίζομαι, κομματιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρ. που απαντά μόνο στον αόρ. β΄ ἔ φλαδ ον και το οποίο, κατά την πιθανότερη άποψη, πρέπει να αναχθεί στη συνεσταλμένη βαθμίδα *bhl d της ρίζας *bhl ed της λ. φλέδων «φλύαρος» (πρβλ. πιθ. παφλάζω, βλ. και λ.… …   Dictionary of Greek

  • φλαδιώ — άω, Α (κατά τον Ησύχ.) «φλαδιᾱν θλαδιᾱν, μαλάττειν, τύπτειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού ρ. φλῶ «σπάω» σχηματισμένος από το θ. φλα με οδοντική παρέκταση σ (πρβλ. κλά δ ος: κλῶ) και ρηματ. κατάλ. ιῶ / ιάω, πρβλ. και το ζεύγος θλα δ ιῶ: θλῶ (για τη… …   Dictionary of Greek

  • φλίβω — Α (αιολ. τ.) θλίβω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός σπάνιος τ. ρήματος, παρλλ. τού ρ. θλίβω* (πρβλ. φλῶ: θλῶ), ο οποίος μπορεί να συνδεθεί με τα λατ. fligo «χτυπώ», λετ(ον)νικά bliezt «χτυπώ», ρωσ. blizna «ουλή», τα οποία, ωστόσο, δεν μπορούν να αναχθούν σε… …   Dictionary of Greek

  • άφλαστο — Έτσι ονομαζόταν το πάνω άκρο της πρύμνης των αρχαίων καραβιών. Κατασκευασμένο από λεπτές σανίδες, καμπυλωμένες προς τα πάνω και προς το εσωτερικό του καραβιού, χρησίμευε για να προφυλάξει τον κυβερνήτη του από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Η… …   Dictionary of Greek

  • αναφλώ — ἀναφλῶ ( άω) (Α) [φλω] 1. προκαλώ με το χέρι στύση του πέους 2. έχω στύση του πέους …   Dictionary of Greek

  • θλαδίας — θλαδίας, ὁ (Α) ευνούχος, αυτός που έχει «εκτεθλασμένους», σπασμένους τους όρχεις, «εκτομίας». [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. θλαδίας (< θλώ) και θλαδιώ* πρέπει να σχηματίστηκαν αναλογικά προς το φλαδιώ, παράλληλο τ. τού φλω = θλω (πρβλ. και κλάδος/κλω)] …   Dictionary of Greek

  • φλάσις — εως, ἡ, Α [φλῶ] ιων. τ. θλάση …   Dictionary of Greek

  • φλάσμα — ατος, τὸ, Α [φλῶ] ιων. τ. θλάσμα …   Dictionary of Greek

  • φλάω — Α βλ. φλῶ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”